- μηδενικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μηδέν2. το ουδ. ως ουσ. το μηδενικόα) το αριθμητικό σύμβολο 0β) πρόσωπο ή πράγμα που δεν έχει καμιά αξία3. φρ. α) «τα τρία μηδενικά (000)»(κατά ευφημ.) το αποχωρητήριοβ) «μηδενική αρχή»φυσ. αρχή τής θερμοδυναμικής, σύμφωνα με την οποία, αν δύο συστήματα βρίσκονται σε θερμοδυναμική ισορροπία με ένα τρίτο σύστημα, τότε βρίσκονται και μεταξύ τους σε θερμοδυναμική ισορροπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδεν-ικός < μηδέν (Ι) + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δ. Αλεξανδρίδη].
Dictionary of Greek. 2013.